-
1 ὁμόσε
A to one and the same place,[ποταμῶν] ὁ. στόματ' ἔτραπε Il.12.24
; ὁμόσ' ἦλθε μάχη the battle came to the same spot, i.e. the fight thickened, 13.337 ; come to close quarters, close with the enemy,Ar.
Ec. 863 ;ἰέναι τοῖς ἐχθροῖς ὁ. Th.2.62
;βαδιστέον ὁ. Ar.Ec. 876
;ὁ. χωρεῖν τινι Id.Lys. 451
; ὁ. θεῖν, φέρεσθαι, run to meet, X.An.3.4.4, Cyn.10.21 ;ὁ. ταῖς λόγχαις ἰέναι Id.Smp.2.13
.2 metaph., ὁ. ἰέναι τοῖς ἐρωτήμασιν come to issue with the questions, Pl. Euthd. 294d, cf. R. 610c ;χωρεῖν ὁ. τοῖς λόγοις E.Or. 921
;ὁ. χωρεῖν πρὸς τὰς τιμωρίας Phld.Herc.1289p.59V.
;ὁ. βαδιεῖται τῷ Παρμενίδου λόγῳ Arist.Metaph. 1089a3
;φήμῃ Plu.Thes.10
; ὁ. χωροῦσι τοῖς ποιηταῖς are at issue with.., Ael.Fr. 166 ;ὁ. τοῖς δεινοῖς χωρεῖν D.H.6.74
.3 ὁ. πορεύεσθαι to be moving towards agreement, D.56.14.II together with, c. dat., Plb.3.51.4, etc. ; ἱερατευκότα τῆς Ἑκάτης ὁ. ὅτε καὶ τοῦ Παναμάρου at the same time as.., BCH12.86 ;ὁ. ταῖς ἄλλαις εὐεργεσίαις PGiss.4.6
(ii A. D.).
См. также в других словарях:
καταφρόνημα — το (AM καταφρόνημα, Μ και καταφρόνεμα[ν]) [καταφρονώ] νεοελλ. μσν. 1. προσβολή, ταπείνωση, έλλειψη υπολήψεως προς κάποιον ή κάτι («τόσους πλούσιους άρχοντες δίχως τιμή θωρείτε, νά χουν καταφρονέματα», Τζάνε, Κρ.πόλ.) 2. αντικείμενο περιφρόνησης… … Dictionary of Greek